Πληθύναν οι τρελλοί κι οι ανάπηροι
τώρα ακριβώς
τώρα που καταλάγιασαν τα μεγάλα μαρτύρια.
Τα βράδια ακούγεται πάνου στην ταράτσα
η κραυγή του τρελλού
μεγαλωμένη πάνου απ’ τη θάλασσα.
Τα μάτια μεγαλώνουν
σκοτεινά σκοτεινά
σα δυο γύφτικα άκρη-άκρη σε μια πόλη.
Κει μέσα δύο μισόγδυμνοι γύφτοι
πελεκάνε το σίδερο.
Τούτος ο χτύπος
σε δυσκολεύει να γράψεις ένα γράμμα
κι ακόμα πιότερο να γράψεις ένα ποίημα.
Εδώ τα πάντα γραφτήκαν με το αίμα.
Αφήστε μια απάντηση